-
1 λωπίζω
A uncover, strip, Hsch., Suid.: found only in compds. ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, etc.; S.Tr. 925, ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν, belongs to ἐκλωπίζω.—Cf. λοπίζω.
См. также в других словарях:
λωπίζω — Α) [λώπη] γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ εὐώνυμον», Σοφ.) … Dictionary of Greek